Υπολογισμός BMI

μικρότερος από 18,5: Υποθρεψία
από 18,5 έως 25: Φυσιολογικός
από 25 έως 30: Υπέρβαρος
από 30 έως 35: 1ος Βαθμός Παχυσαρκίας
από 35 έως 40: 2ος Βαθμός Παχυσαρκίας
μεγαλύτερος από 40: Νοσογόνος Παχυσαρκία

Ινσουλίνη

Η ινσουλίνη είναι ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας και παίζει πρωτεύοντα ρόλο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων (σακχάρων) του οργανισμού. Η ινσουλίνη δρα σε όλους τους ιστούς του σώματος (ιδιαίτερα όμως σε συκώτι, μύες και λιπώδη ιστό), βοηθώντας στην πρόσληψη της γλυκόζης από τα κύτταρα.
 
Η ανεπάρκεια της ινσουλίνης προκαλεί την νόσο του σακχαρώδη διαβήτη (τύπου 1 ή τύπου 2). Η ορμόνη αυτή έχει παρασκευαστεί συνθετικά από το 1921 και χορηγείται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη. Παρασκευάζεται και με βάση την ινσουλίνη από ζώα, κυρίως χοίρους.
 
Ινσουλίνη μπορεί να συνταγογραφήσει ο παθολόγος, ο ενδοκρινολόγος και ο εξειδικευμένος διαβητολόγος.

Πάγκρεας

Το πάγκρεας είναι όργανο του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς και συγκεκριμένα στην "αγκαλιά" του δωδεκαδακτύλου, στο σημείο όπου τελειώνει το στομάχι και αρχίζει το λεπτό έντερο. Έχει μήκος περίπου 15cm και σχήμα αποπλατυσμένου αχλαδιού. Διακρίνονται 4 τμήματα: το διογκωμένο τμήμα του ονομάζεται κεφαλή, το ενδιάμεσο αυχένας, το μεσαίο τμήμα ονομάζεται σώμα και το στενότερο ουρά.

Στο πάγκρεας καταλήγουν κλάδοι νεύρων προσαγωγούς αισθητικούς κλάδους του νευρικού συστήματος οι οποίοι είναι ευαίσθητοι στον πόνο. Αυτό εξηγεί τον έντονο πόνο που συνοδεύει παθήσεις του οργάνου, όπως η χρόνια παγκρεατίτιδα και ο καρκίνος.
 
Εντός του οργάνου βρίσκονται δύο "σωλήνες", ο κύριος παγκρεατικός πόρος και ο εφεδρικός ή δευτερεύων ή πόρος του Santorini.
 
Οι πεπτικοί του αδένες παράγουν ένζυμα, τα οποία αποδεσμεύονται μέσα στο έντερο κατά τη διάρκεια της πέψης (χώνεψης). Εγκλεισμένες στους πεπτικούς του αδένες υπάρχουν συγκεντρώσεις ενδοκρινικών κυττάρων, οι οποίες ονομάζονται νησίδια (islets) του Langerhans.
 

Λειτουργίες
Ο αδένας είναι μικτός (εξωκρινής και ενδοκρινής) και έχει δύο κύριες λειτουργίες και δύο ειδών κύτταρα:
 
Εξωκρινής λειτουργία: Παράγει ένα ισχυρό πεπτικό υγρό (παγκρεατικό υγρό) που χύνεται στο δωδεκαδάκτυλο μέσα από τον παγκρεατικό πόρο. Το υγρό αυτό περιέχει ηλεκτρολύτες και ένζυμα και βοηθά στην πέψη (χώνεψη) των τροφών.
Ενδοκρινής λειτουργία: Τα ενδοκρινικά κύτταρα παράγουν αρκετές ορμόνες (ειδικές ουσίες), στις οποίες περιλαμβάνονται η ινσουλίνη και γλυκαγόνη, οι οποίες ρυθμίζουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο σώμα και άλλες ορμόνες οι οποίες συμβάλλουν στην πέψη, βοηθούν δηλαδή τον οργανισμό να αποθηκεύσει ενέργεια από τις τροφές και να ρυθμίσει το σάκχαρο του αίματος.
 
Ιστορικά στοιχεία
Η πρώτη περιγραφή του παγκρέατος έγινε περίπου το 300 π.Χ. από τον Ηρόφιλο εκ Χαλκηδώνος. Η πρώτη παρέμβαση στο όργανο έγινε, πολλούς αιώνες αργότερα, το 1862 από τον LeDentu, ο οποίος προέβη σε παρακέντηση "μιας μάζας του παγκρέατος".
 
 

Διαβήτης και καρδιά

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα ιατρο-κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα και ταυτόχρονα μια «μάστιγα», για τον περιορισμό της οποίας πραγματικά απαιτείται εγρήγορση των κρατικών και κοινωνικών φορέων υγείας και επιπλέον ευαισθητοποίηση του κοινού και των ιατρικών υπηρεσιών.
 
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι χρόνια πάθηση η οποία μπορεί να παραμένει «σιωπηλή» για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα υποκειμενικά ενοχλήματα των ασθενών, συχνά, δεν συνδέονται με τα ευρήματα του αντικειμενικού ελέγχου και η εξέλιξη της νόσου είναι απρόβλεπτη. Είναι μια νόσος που δεν μπορεί να ιαθεί οριστικά, μπορεί όμως να ελεγχθεί με τη βοήθεια της φαρμακευτικής θεραπείας άλλα και της πειθαρχίας από πλευράς του ασθενούς όσον αφορά τον τρόπο ζωής του. Η τέλεια ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στόχο έχει την πρόληψη τόσο των οξέων άλλα και των χρόνιων επιπλοκών της νόσου.
 
Στην Ελλάδα ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη σχεδόν τετραπλασιάστηκε τα τελευταία 30 χρόνια και εκτιμάται ότι οι διαβητικοί στη χώρα μας είναι περίπου 900.000, δηλαδή το 8% του συνολικού πληθυσμού.
 
Ο σακχαρώδης διαβήτης αφορά μία αρκετά συχνή διαταραχή του μεταβολισμού η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη γλυκόζη (σάκχαρο) αίματος. Υπεύθυνη γι' αυτό είναι είτε η μειωμένη έκκριση ινσουλίνης είτε η μειωμένη της δράση είτε ο συνδυασμός και των δύο. Ο διαβήτης προκαλεί μακροχρόνιες βλάβες των οργάνων-στόχων, κυρίως των οφθαλμών, των νεφρών, των νεύρων, της καρδιάς και των αρτηριών.
 
Είναι γνωστό ότι η γλυκόζη είναι η βασική τροφή (ενέργεια) των κυττάρων. Για να μπορέσει όμως η γλυκόζη να μπει μέσα στα κύτταρα, είναι απαραίτητη μία ορμόνη, η ινσουλίνη. Η ορμόνη αυτή εκκρίνεται από το πάγκρεας. Οταν, λοιπόν, το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή η ινσουλίνη που παράγει δεν δρα σωστά, τότε η γλυκόζη που παίρνει ο οργανισμός με τις τροφές δεν εισέρχεται μέσα στα κύτταρα και επομένως παραμένει στο αίμα, με αποτέλεσμα να έχετε υψηλό σάκχαρο αίματος, δηλαδή διαβήτη.
 
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι σακχαρώδη διαβήτη. Ο τύπος 1 παρουσιάζεται όταν το πάγκρεας δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη. Πρόκειται για τον σπανιότερο από τους 2 τύπους (5-10% των διαβητικών) και συνήθως εμφανίζεται στην παιδική ηλικία. Στον διαβήτη τύπου 2 το πάγκρεας παράγει λιγότερη ινσουλίνη απ' όση χρειάζεται είτε η ινσουλίνη που παράγεται έχει μειωμένη δράση. Περίπου 90-95% των διαβητικών έχουν διαβήτη τύπου 2 και συνήθως εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες αν και τελευταία έχει αρχίσει να εμφανίζεται και στα παιδιά.
 
Η επίτευξη επιμήκυνσης του χρόνου επιβίωσης των διαβητικών λόγω της φαρμακευτικής παρέμβασης είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση χρόνιων επιπλοκών κυρίως από το αγγειακό δίκτυο. Η διαβητική αγγειακή νόσος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: τη μικροαγγειοπάθεια και τη μακροαγγειοπάθεια. Η προσβολή των μικρού μεγέθους αγγείων οδηγεί σε διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, διαβητική νεφροπάθεια, διαβητική νευροπάθεια.
 
Επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η άριστη ρύθμιση του γλυκαιμικού προφίλ μπορεί να εμποδίσει την έναρξη καθώς και να επιβραδύνει την εξέλιξη της ήδη εγκατεστημένης μικροαγγειοπάθειας.
 
Εξάλλου η μακροαγγειοπάθεια του σακχαρώδη διαβήτη είναι ο λόγος της αυξημένης επίπτωσης καρδιακών εμφραγμάτων, εγκεφαλικών επεισοδίων, διαλείπουσας χωλότητας, γάγγραινας κάτω άκρων. Το έμφραγμα μυοκαρδίου παρουσιάζεται 3-5 φορές συχνότερα σε διαβητικούς ασθενείς και αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου των διαβητικών ασθενών. Ο σακχαρώδης διαβήτης παραμένει μεγάλος παράγοντας κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου ανεξαρτήτως της ηλικίας, της παρουσίας αρτηριακής υπέρτασης, του καπνίσματος, της υπερχοληστεριναιμίας ή της υπερτροφίας της αριστεράς κοιλίας σύμφωνα με στατιστικές μελέτες που έχουν γίνει.
 
Είναι γνωστό ότι οι παχύσαρκοι ασθενείς και όσοι κάνουν καθιστική ζωή έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη. Επίσης γυναίκες που παρουσίασαν διαβήτη κατά τη διάρκεια κυήσης ή όσοι εμφάνισαν προδιαβήτη τα προηγούμενα χρόνια έχουν αυξημένη πιθανότητα για σακχαρώδη διαβήτη.

Η σημασία του αυτοελέγχου στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
 
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μια χρόνια, μεταβολική διαταραχή και χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Αποτελεί δε, μια από τις σοβαρότερες παθήσεις της εποχής μας, που ευθύνεται για πρώιμη νοσηρότητα και θνητότητα, διότι προκαλεί μακροχρόνιες επιπλοκές στα μεγάλα και τα μικρά αγγεία του οργανισμού.
Ο διαβήτης αποτελεί ασθένεια που συνοδεύει το άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η ευγλυκαιμία, η διατήρηση δηλαδή της φυσιολογικής γλυκόζης στο αίμα, αποτελεί βασικό στόχο του διαβητικού ασθενούς η οποία επιτυγχάνεται με τη σωστή διατροφή, την άσκηση και την κατάλληλη αντιδιαβητική θεραπεία, η οποία περιλαμβάνει τα αντιδιαβητικά δισκία και την ινσουλίνη.
Οι καθιερωμένες εξετάσεις αίματος που κάνει ο διαβητικός ασθενής στο μικροβιολογικό εργαστήριο, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι η μέτρηση γλυκόζης νηστείας καθώς και η HbA1c (γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη), εξέταση που δείχνει κατά μέσο όρο πόσο σάκχαρο έχει το τελευταίο τρίμηνο.
Αυτές οι εξετάσεις μαζί με τον προσδιορισμό του σακχάρου αίματος από τον ίδιο τον ασθενή, τον λεγόμενο αυτοέλεγχο, αποτελούν τις απαραίτητες εξετάσεις για την επίτευξη ικανοποιητικής γλυκαιμικής ρύθμισης.

Ο αυτοέλεγχος του σακχάρου γίνεται με μικρές φορητές συσκευές στο μέγεθος περίπου ενός κινητού τηλεφώνου, τα γνωστά σακχαρόμετρα. Τοποθετείται στο σακχαρόμετρο μια ειδική ταινία μέτρησης (test strip) και αφού ο ασθενής τρυπήσει το ακροδάκτυλο του με μια μικρή βελόνα, βάζει μικρή ποσότητα αίματος στο άκρο της ταινίας και σε λίγα δευτερόλεπτα έχει την τιμή του σακχάρου του, δηλαδή της γλυκόζης τη στιγμή εκείνη.
Η δημιουργία των σακχαρομέτρων ήταν μια μεγάλη βοήθεια για τη σωστή παρακολούθηση του σακχάρου αίματος, μια μεγάλη ανακάλυψη για τους διαβητικούς ασθενείς που μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν ταινίες μέτρησης σακχάρου ούρων, μέθοδος μη ακριβής η οποία παρείχε χονδροειδή εκτίμηση του σακχάρου.
Ωστόσο, πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας ότι οι μετρήσεις με τα σακχαρόμετρα είναι περίπου 15% πιο χαμηλές από αυτές του εργαστηρίου.
Η σωστή μέτρηση του σακχάρου γίνεται ως εξής: Καθαρίζουμε το δάκτυλο που πρόκειται να τρυπήσουμε με λίγο καθαρό οινόπνευμα σε βαμβάκι και το αφήνουμε να στεγνώσει για λίγα δευτερόλεπτα. Τρυπάμε το δάκτυλο, πιέζουμε να βγει αίμα, αφήνουμε να πέσει η πρώτη σταγόνα και χρησιμοποιούμε τη δεύτερη.
Πριν τρυπήσουμε το δάκτυλο καλό θα ήταν να του κάνουμε λίγες μαλάξεις για να συγκεντρωθεί το αίμα αλλά και να το θερμάνουμε σε περίπτωση που τα χέρια μας είναι κρύα. Μ' αυτόν τον τρόπο η ένδειξη του σακχαρομέτρου θα είναι περισσότερο ακριβής.
Τέλος, πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι ταινίες μέτρησης έχουν ημερομηνία λήξης και αυτό θα πρέπει να το ελέγχουμε σε περίπτωση που δεν κάνουμε συχνή χρήση του σακχαρομέτρου.
Η αυτομέτρηση του σακχάρου αίματος πρέπει να γίνεται στις εξής περιπτώσεις:
 
1. Στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη που λαμβάνουν αντιδιαβητικά δισκία. Αυτοί οι άρρωστοι πρέπει να μετρούν το σάκχαρό τους το πρωί νηστικοί και δύο ώρες μετά το γεύμα ή το δείπνο τους. Δύο με τρείς μετρήσεις την εβδομάδα είναι αρκετές για να έχει μια εικόνα του σακχάρου του τόσο ο ίδιος όσο και ο γιατρός του.
2. Στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη που χρησιμοποιούν ινσουλίνη υποδορίως ή με αντλία. Αυτοί πρέπει να μετρούν το σάκχαρο νηστείας (πρωί), πριν (προγευματικό) και δύο ώρες μετά τα γεύματα (μεταγευματικό), καθημερινά, ανάλογα με το σχήμα που ακολουθούν (συμβατικό ή εντατικοποιημένο) και ανάλογα με την πορεία της νόσου και τις οδηγίες του διαβητολόγου τους.
3. Στις έγκυες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης. Σ?αυτές τις περιπτώσεις ισχύουν άλλα σχήματα αυτοελέγχου και διαφορετικοί στόχοι σακχάρου.
4. Στους διαβητικούς ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία και αισθανθούν συμπτώματα υπογλυκαιμίας (ζάλη, τάση λιποθυμίας, τρόμο, αίσθημα παλμών, εφίδρωση, αδυναμία, αίσθημα έντονης πείνας, αδυναμία συγκέντρωσης ).
5. Τέλος, στους διαβητικούς ασθενείς που έχουν πυρετό, λοίμωξη, φλεγμονή, ή παίρνουν κορτιζόνη. Αυτοί πρέπει να κάνουν συχνότερες μετρήσεις, διότι αυτές οι καταστάσεις αποδιοργανώνουν το σάκχαρο.
 
Ο αυτοέλεγχος του σακχάρου γίνεται με σκοπό να γνωρίζει ο άρρωστος τις τιμές γλυκόζης αίματος κατά τη διάρκεια της ημέρας και να φροντίσει με τη θεραπεία που λαμβάνει, τις διαιτητικές οδηγίες και την άσκηση να κάνει τις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, ώστε να διατηρήσει το σάκχαρό του σε όσο το δυνατό πιο φυσιολογικά επίπεδα.
Οι τιμές που επιδιώκουμε για να είναι ρυθμισμένος ο ασθενής: 
- Το σάκχαρο νηστείας θα πρέπει να είναι 90-130mg%.
-Δύο ώρες μετά το γεύμα θα πρέπει να είναι <140mg%.
 
Αν ο διαβητικός πετύχει αυτές τις τιμές, τότε η Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη (HbA1c), σίγουρα θα κυμαίνεται σε επίπεδα μικρότερα του 6,5% που σημαίνει πολύ καλή ρύθμιση.
Συνοψίζοντας, πρέπει να τονίσουμε ότι ο αυτοέλεγχος του σακχάρου αίματος είναι απαραίτητος για την καλή παρακολούθηση της νόσου, για τυχόν μετατροπές και παρεμβάσεις στη θεραπευτική αγωγή και για την επίτευξη καλών τιμών γλυκόζης που θα έχουν σαν τελικό αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση των επιπλοκών που προκαλεί ο σακχαρώδης διαβήτης.
 

Ευαγγελία Β. Κακαβά
Ειδικός Παθολόγος

More Articles...